- προσσώρευσις
- προσσώρ-ευσις, εως, ἡ,A piling up: in Arith., name for the series 1+2+3+4, Nicom.Ar.2.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσσώρευσις — εύσεως, ἡ, Α [προσσωρεύω] 1. η επί πλέον σώρευση, επισώρευση 2. μαθημ. η αθροιστική παράσταση ή το άθροισμα αριθμών τών οποίων ο επόμενος είναι μεγαλύτερος τού προηγούμενου κατά μία μονάδα, λ.χ. 1 + 2 + 3 + 4 … Dictionary of Greek
προσσώρευσιν — προσσώρευσις piling up fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)